φυξιμος

φυξιμος
    φύξιμος
    2
    [φεύγω]
    1) служащий или могущий служить убежищем
    

(λιμήν, ἱερόν Plut.)

    2) могущий убежать или избежать
    

σὲ φ. οὐδείς Soph. — никто не в состоянии избежать тебя


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φυξιμος" в других словарях:

  • φύξιμος — whither one can flee masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • φύξιμον — φύξιμος whither one can flee masc/fem acc sg φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξιμα — φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] …   Dictionary of Greek

  • καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] …   Dictionary of Greek

  • φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»